Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2020

 


«Κι αν δεν ξέρεις ποιον 

δρόμο να πάρεις

άνοιξε έναν μόνος σου…»




 


Άλλαξαν θαρρείς οι καιροί και τα χρόνια περνούν αμείλικτα σαν τα τρένα πάνω στις ράγες. Κι ο κόσμος διαρκώς αλλάζει κι όλοι εκείνοι που σου μιλούν και … ευαγγελίζονται ριζικές αλλαγές είναι όλοι τους «διαφορετικές συμμορίες απ’ το ίδιο σόι». Το κακό είναι ότι δεν μπορεί κανείς να ζήσει μόνος, αυτάρκης και ασφαλής. Είναι μια αυταπάτη. Είναι ένας νεκρός που δεν το ξέρει. Είναι ένας δρόμος του πουθενά. Και την τελειότητα της γραμμής του ορίζοντα την έχεις χάσει. Σαν μετωπική σύγκρουση με την ποθητή χαρά. Μόνο το φεγγάρι βλέπεις να φέγγει χαμηλά. Τίποτα άλλο! Πάλι καλά!

Γι’ αυτό και γω ένας άνθρωπος που περπατά πολύ, μ’ ένα ζευγάρι παπούτσια γεμάτα χώματα. Σα να βιάζεται να επιστρέψει εκεί που γεννήθηκε, γιατί νιώθει όλο και πιο ανίσχυρος, όλο και πιο ασήμαντος, όλο και πιο περιττός στις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις.

Θαρρείς έτσι πως αρχίζει να συνηθίζεις την κακή σου μοίρα κι αρχίζεις να συμβιβάζεσαι. Μα πόσο μπορείς να συμβιβαστείς με όλα όσα αποδομούνται και μάλιστα απροκάλυπτα μπροστά σου. Ποιον δρόμο να διαλέξεις για να σε κρατήσει ζωντανό, όταν οι ανθρώπινες σχέσεις, οι κοινωνικές δομές, οι συνεκτικοί δεσμοί, οι ηθικές αξίες, χρόνια τώρα κατεδαφίζονται και αντικαθίστανται με φτηνά υποκατάστατα;

Ποιον δρόμο να διαλέξεις όταν πια αναγκάζεσαι να αφεθείς στο μοιραίο που σε φθείρει, σε αλλοιώνει και γερνάς και πεθαίνεις μέσα στην παραίτηση.

Ποιον δρόμο; Πες μου στ’ αλήθεια, ποιον;

Τον δρόμο από τα επώδυνα κ’ επικίνδυνα ταξίδια, χιλιάδων ανθρώπων, όπου γυναίκες και παιδιά προσπαθούν να ξεφύγουν απ’ τη βαρβαρότητα. Δρόμοι ψυχής της ανθρωπότητας από την καταπίεση, τη φτώχεια και τις απάνθρωπες διώξεις.




 




Δύσκολη εποχή – Δύσκολη απόφαση.

Το όραμα ξεθώριασε, οι αγώνες ξεστράτισαν, οι πλατείες άδειασαν, η κοινωνία λούφαξε.

Κι εγώ πρέπει να ψάξω να βρω το δρόμο μου.

Βιαστικά τα βήματα μεγάλα, συνοδά τα δυνατά χτυποκάρδια μήπως και τα καταφέρω. Μα να! Πάλι απομακρύνομαι απ’ τον εαυτό μου. Ακροβατώ ανάμεσα στην πραγματικότητα στην οποία αδυνατώ να βολευτώ και σε μια ιδεατή πραγματικότητα που δεν μπορώ να φτάσω. Νιώθω τις πληγές από το άδειο παρελθόν, απογοήτευση από το ανεπαρκές παρόν και κούραση απ’ το ανέφικτο μέλλον.

Δεν βρίσκω τον δρόμο,  μόνο κάτι μονοπάτια διαφυγής γιατί πνίγομαι και μόνη έγνοια η δραπέτευση από μια κατάσταση που δεν προσφέρει όσα αναζητώ. Δεν μπορώ να εξακολουθώ να ‘μαι σ’ αυτόν τον κόσμο σα να μην έχει συμβεί τίποτα, σα να μην συμβαίνει τίποτα. Κι αν δεν υπάρχει δρόμος, θα ανοίξω έναν! Δεν διαλέγω τη σιωπή για να μη χάσω τη βολή και την ησυχία μου. Διαλέγω την ελευθερία να πω όχι, αρνούμαι αυτήν την απάνθρωπη ανθρωπότητα. Πνίγομαι. Σαν το νυχτοπούλι που πρώτα του κόβεις τη γλώσσα και μετά πνίγεις τη λυρική φωνή του. Μα και χωρίς μιλιά, με του ανέμου τη σιωπή θ’ αντιδράσω. Μ’ ένα χαρτί κι ένα στυλό και εδώ και προσπαθώ να ζήσω, να κρατηθώ στην ώρα των πραγμάτων.

Κι έχω και εκείνα τα χαμηλωμένα φεγγάρια που ασημώνουν την πλάση στην πιο σκοτεινή της ώρα. Αδελφέ μου, δε θέλω δρόμους! Μου φτάνει το μονοπάτι, το φωτεινό. Μου αρκεί για να διαβεί η ακατανίκητη, η απροσδιόριστη και μαγική λαχτάρα, πως οι καιροί κάποτε θ’ αλλάξουν και η ελπίδα θα ξεσπάσει.

Αφήστε με στο δικό μου μονοπάτι. Να χρωστώ στον εαυτό μου τούτη την ελπίδα, τα δάκρυα και πάλι την ελπίδα. Αφήστε Αφήστε με αδελφέ μου να βλέπω και να υπάρχω.

«Να βλέπω και να ονειρεύομαι … Ως την άκρη της πραγματικότητας … Πιο πέρα από το όνειρο … πιο πέρα…»

 

Ασκαρδαμυκτί

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου