Σάββατο 20 Ιανουαρίου 2024

Μνήμη ώρα μηδέν.


 του Γεώργιου Τσίπη, αρχαιολόγου


Σε ένα σοβαρό κράτος, υποθέτω ότι οι αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένων των δημοτικών υπηρεσιών πρόνοιας, θα είχαν απομακρύνει ένα παιδί από ένα σπίτι στο οποίο κάποια από τα μέλη του εξασκούν μαγικές πρακτικές και επικαλούνται διαβολικά πνεύματα. Στην χώρα της οποίας οι δημόσιες υπηρεσίες κάνουν διαγωνισμό στην πασιέντζα των Windows, ενόσω εσύ περιμένεις να ασχοληθούν με τον φάκελό σου, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Πρόσφατα, τηλεφώνησα στην πρόνοια του δήμου Βέροιας και δεν απάντησε κανένας. Ξαναπήρα την άλλη μέρα και πάλι κανένας δεν απάντησε. Πήγα στο δημαρχιακό μέγαρο, εκεί που τρώνε με χρυσά κουτάλια, παραπονούμενος ότι στο τηλέφωνο που μου έδωσαν δεν απαντάει κανείς. Φυσικά έπεσαν όλοι από το σύννεφο στο οποίο κατοικούν, επί της οδού Μητροπόλεως. Καταστήματα άνοιξαν, έκλεισαν. Άνθρωποι πέρασαν και χάθηκαν. Αυτοί ακόμα εκεί. Αλλά είναι όλο το πλέγμα κάπως έτσι. Μην νομίσουμε δηλαδή ότι υπάρχει μια διαχωριστική γραμμή, που από την μια μεριά είναι οι πολιτικοί και στην άλλοι οι μη πολιτικοί. Βγείτε μια βόλτα στην πόλη. Τα μισά πεζοδρόμια είναι κατειλημμένα από τα αυτοκίνητα των κατοίκων. Και πού να το βάλει ο άλλος το αμάξι του θα πεις. Εδώ δεν λες που κόντεψαν παραμονές Πρωτοχρονιάς να με πατήσουν στις διαβάσεις της οδού Ελιάς. Κεντρικότατος δρόμος. Τα καφενεία γεμάτα. Ντροπή μηδέν.

Την Πέμπτη πήγα στην συγκέντρωση που κάλεσε η ΕΛΜΕ του νομού μας, στην πλατεία δημαρχείου. Ας υποθέσω ότι άργησα λίγο και κάποιοι έφυγαν στο μεταξύ, ή μήπως θα έπρεπε να υποθέσω ότι καθώς περνούσε η ώρα θα έπρεπε να αυξάνεται και η προσέλευση; Υπήρχαν δεν υπήρχαν τριάντα άνθρωποι. Πορεία δεν έγινε. Θέλω λοιπόν πολύ να ρωτήσω τους αναγνώστες της δικής μου γενιάς, τους γεννημένους ας πούμε από το 1990 και μετά, κοστίζει περισσότερο η παρουσία σας σε μια κοινωνική εκδήλωση από έναν καφέ της κακιάς ώρας, που τον πίνετε ούτως ή άλλως κάθε μέρα; Έχετε την εντύπωση ότι θα πάμε πολύ μακριά, απομακρυνόμενοι όλο και περισσότερο από την κοινωνική συμμετοχή και δράση; Ωραία. Εγώ να δεχτώ ότι η προηγούμενη γενιά παρέδωσε έναν συνδικαλισμό ασθενή έως νεκρό. Αλήθεια είναι. Όμως είναι επίσης αλήθεια ότι αυτή η γενιά τουλάχιστον προσπάθησε. Πέτυχε. Απέτυχε. Απογοητεύθηκε. 

Δυστυχώς, το πεδίο της κοινωνικής και πολιτικής δράσης στην εποχή μας έχει αντικατασταθεί, στην συντριπτική του πλειοψηφία, από τα social media. Ένα περιβάλλον μέσα στο οποίο ο δημιουργικός διάλογος έχει απαξιωθεί πλήρως. Ένα περιβάλλον που προσφέρεται στην καλύτερη των περιπτώσεων για απλή εκτόνωση. Κι όλα αυτά τί σχέση έχουν, θα σκεφτεί κανείς. Μα φυσικά και έχουν. Δεν είναι καθόλου τυχαίο της πνευματικής κατάστασης των σημερινών τριαντάρηδων, το γεγονός ότι η μητέρα που σκότωσε το παιδί της στο Μακροχώρι είναι νεότατη, το ίδιο και με το προ έτους περιστατικό από τον Σταυρό. Δεν είναι τυχαία επίσης η ηλικία της μητέρας από την Πάτρα που σκότωσε τα τρία παιδιά της. Δεν είναι τυχαίο που οι νέοι δεν ασχολούνται με την πολιτική και κατ' επέκτασιν δεν είναι καθόλου τυχαία η παραβατικότητα των ανηλίκων, των οποίων οι γονείς είναι επίσης αρκετά νέοι ακόμα. Η πνευματική μας κατάσταση, ως νέων, δεν είναι καθόλου καλή. Υπάρχει μια γενικότερη αδιαφορία, στα όρια της αποκτήνωσης. Και ναι, οι συνθήκες σκληραίνουν τους ανθρώπους. Το ίδιο όμως μπορούν να ισχυριστούν και αυτοί που επέβαλαν τα Μνημόνια. Ήταν δύσκολες οι συγκυρίες θα πουν και ποιός θα βρεθεί να πει το αντίθετο;

Αν είχαμε επενδύσει από το 2006 και μετά στην πρόληψη της βίας μεταξύ ανηλίκων, ή έστω στην εκ βαθέων διερεύνηση των αιτιών της, ίσως σήμερα να ήμασταν σε ένα άλλο επίπεδο. Αλλά σχεδόν κανένας μας δεν ήθελε να μιλάει για τον Alex. Από την άλλη, πρέπει να θυμίσουμε ότι στο τραπέζι τέθηκε και η άποψη ότι τα παιδιά χρησιμοποιήθηκαν ως αποδιοπομπαίοι τράγοι και εξωθήθηκαν σε ψευδείς ομολογίες, με στόχο να καλυφθεί κύκλωμα παιδοφιλίας που ενδεχομένως ευθύνεται για την εξαφάνιση του Alex Meschisvili. Το σίγουρο είναι ότι η υπόθεση δεν έχει κλείσει, εφόσον το εξαφανισμένο παιδί δεν έχει ακόμα βρεθεί, ενώ ακόμα πιο σίγουρο είναι ότι μια ομάδα ανηλίκων μπορεί ίσως να σκοτώσει, αλλά δεν μπορεί να εξαφανίσει ένα πτώμα. Όλα αυτά έχουν την σημασία τους και να που γινόμαστε πάλι μάρτυρες μιας εις βάρος ενός αθώου παιδιού κατάληξης, που μπορούσε και έπρεπε να έχει αποφευχθεί στο 100%. Κάτι τέτοιο όμως δεν πρόκειται να γίνει σε μια Ελλάδα ανίκανη να αλλάζει διοικήσεις κάθε 4-5 χρόνια, εξωθώντας στο μέλλον την ανικανότητά της να διαχειριστεί σήμερα τον εαυτό της. Μια Ελλάδα ανίκανη να ανεβοκατεβάζει νόμιμα τις εξουσίες, έτσι, επίτηδες. Για την τιμή των όπλων. Γι' αυτούς που πολέμησαν και σκοτώθηκαν για την δική μας ελευθερία. Είμαστε πολιτικά ανίκανοι και κοινωνικά μαλθακοί, γι' αυτό και δεν μας υπολογίζει κανένας. Αν δεν υπάρχει ραγιάς, δεν φυτρώνει πασάς.




6 σχόλια:

  1. Αγαπητέ Γεώργιε Τσίπη, αρχικά να εκφράσω συμπάθεια για τις κοινωνικές σου ανησυχίες. Πλην όμως να καταθέσω μία πρόταση: ρώτησε κάποιον φίλο ή γνωστό φιλόλογο πώς αξιολογεί το κείμενο. Όχι το περιεχόμενο ή την ορθότητα των ιδεών. Μόνο την λογική ροή των απόψεων και την συνάφεια με τον τίτλο. Να πάρεις στα σοβαρά τις όποιες υποδείξεις του. Τους χαιρετισμούς μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Αγαπητέ/ή,

      αρχικά δεν έγραψα αυτό το κείμενο για εμένα, οπότε οι όποιες φιλολογικού τύπου ανησυχίες δεν μπορεί παρά να εκληφθούν ως άλλοθι.

      Συνάφεια τίτλου-περιεχομένου-συμπεράσματος:

      Ξεκινάμε από το συμβάν, που ήταν η αφορμή για την συγγραφή του κειμένου (πρώτη παράγραφος).

      Ανοίγουμε το βλέμμα μας στο κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο συντελέστηκε το συμβάν (δεύτερη παράγραφος).

      Ανοίγουμε λίγο παραπάνω, δηλαδή επεκτείνουμε το βλέμμα μας στο ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο συντελέστηκε το συμβάν (τρίτη παράγραφος).

      Γυρνάμε αναγκαστικά πίσω στον χρόνο (τέταρτη παράγραφος) για να συγκρίνουμε την βαρύτητα των παραγράφων 1, 2 και 3, αλλά και ταυτόχρονα για να καταλήξουμε στα εθιμοτυπικά συμπεράσματα που τόσο έχουν αγαπηθεί από γενιές φιλολόγων, οι οποίοι προφανώς και στην τελευταία μας παράγραφο βλέπουν τον εαυτό τους, ή έστω κάποια κομμάτια του, αρνούμενοι φυσικά να αποδεχθούν την πραγματικότητα. Αν κάποιος δεν έχει μνήμη, είναι δικό του πρόβλημα.

      Ευχαριστώ για τον χρόνο σας. Σας επιστρέφω τις υποδείξεις.

      Γ. Τσίπης

      Διαγραφή
    2. Αγαπητέ Γεώργιε Τσίπη, προφανώς δεν κατάλαβες: Να ρωτήσεις πρότεινα κάποιον φίλο ή γνωστό φιλόλογο (σ.σ. δεν είμαι φιλόλογος, οπότε τα δηκτικά σου σχόλια για "γενιές φιλολόγων" δεν βρίσκουν παραλήπτη), και να πάρεις σοβαρά τις όποιες υποδείξεις του. Αντ' αυτού, αναλαμβάνεις ο ίδιος με έκδηλη αυταρέσκεια και περισσή αυτοπεποίθηση, να "καθοδηγήσεις" τον "αδαή" αναγνώστη στην αποδέσμευσή του από τα "άλλοθι", τα οποία δεν του επιτρέπουν να εντρυφήσει στον "πνευματικό" πυρήνα του κειμένου. Και κλείνοντας, μου επιστρέφεις τις "υποδείξεις", τις οποίες ειρήσθω εν παρόδω δεν εξέφρασα ΠΟΤΕ! Μάλιστα! Κλείνοντας να παραδεχτώ ότι η μνήμη μου πράγματι δεν κινείται και στα πλέον αξιόπιστα πεδία. Σε διαβεβαιώνω όμως ότι η περίπτωσή σου θα μείνει ανεξίτηλη. Τους χαιρετισμούς μου.

      Διαγραφή
    3. Αγαπητέ/ή, όταν κάποιος δεν μπορεί να συγκρατήσει τον ειρμό της σκέψης του από την 1η μέχρι την 4η παράγραφο ενός απλού κειμένου-άρθρου, δηλαδή όχι και κανενός επιστημονικού κειμένου, αυτό είναι ένα πρόβλημα και αυτό προσπάθησα να σας εξηγήσω. Εξάλλου γι' αυτό και απάντησα. Επιμένω λοιπόν ότι εδώ χάνεται ο κόσμος και το θέμα για εσάς είναι ο χαρακτήρας ενός κάποιου κύριου. Δυστυχώς για τις τοπικές κοινωνίες, ο κάθε κύριος Τσίπης ήταν αγαπητός όταν καθόταν στην γωνία και έκλεινε το στόμα του. Περαστικά σάς εύχομαι. Ναι, έχω αυτοπεποίθηση.

      Γ. Τσίπης

      Διαγραφή
  2. Αγαπητέ Γ. Τσίπη η υπερβολική σου αυταρέσκεια δεν σου επιτρέπει το αυτονόητο της πρότασης: να ρωτήσεις δηλαδή έναν φιλόλογο για το κείμενό σου. Τόσο απλά.
    Υ.Γ.: Οι εξυπνακίστικες ατάκες ποτέ δεν θεωρήθηκαν πηγή γέλιου. Πόσο μάλλον σήμερα...
    Τους χαιρετισμούς μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή