Ο Χριστός ξανασταυρώνεται...
Ένα χωριό ξεκληρισμένο από τους Τούρκους, με τον παπά-Φώτη μπροστά, τα γυναικόπαιδα μετά , τους γέροντες με ένα σακί στην πλάτη, είχαν τα κόκαλα των προγόνων τους, προχωρούν νηστικοί μέρες να βρουν τόπο, να στήσουν την εκκλησιά, να ξαποστάσουν οι γέροι, να μεγαλώσουν τα παιδιά. Φτάνουν έξω από ένα πλούσιο χωριό, Λυκόβρυση, και ο παπά -Φώτης των κατατρεγμένων ζητά βοήθεια από τον παπά-Γρηγόρη των πλούσιων της Λυκόβρυσης....
Αυτός θέλει να τους διώξει και ψάχνει το πως να τα βολέψει να φύγουν από το μαντρί του οι "λιμασμένοι τούτοι λύκοι". Μια γυναίκα από τους κατατρεγμένους πέφτει από την πείνα νεκρή.
Νίκος Καζαντζάκης.
Ακούστηκε η φωνή του παπά-Γρηγόρη, ήσυχη τώρα,όλο γλύκα:
-Γέροντά μου , μας στόρησες τα πάθη σας, η καρδιά μας ράϊσε. Είδες,όλους μας πήραν τα δάκρυα. Είχαμε ανοίξει την αγκαλιά μας να σας δεχτούμε, μα τη στιγμή εκείνη ο Θεός μας λυπήθηκε και έπεψε το τρομερό σημάδι. Θανατικό κουβαλάτε αδελφοί μου,πηγαίνετε στην ευκή του Θεού, μη κάψετε το χωριό μας!
Είπε και θρήνος σηκώθηκε από την προσφυγιά, οι γυναίκες άρχισαν να δέρνουνται και να σκληρίζουν, οι άντρες κοίταζαν τον παπά τους ανταρεμένοι. Και οι Λυκοβρυσιώτες κυριεύτηκαν από τρόμο και θωρούσαν ανατριχιάζοντας το ξυλιασμένο κουφάριστην καρδιά του χωριού τους.
-Να φύγουν!Να φύγουν! ακούστηκαν ολούθε φωνές.Να φύγουν!
Ο Χριστός ξανασταυρώνεται και ξανασταυρώνεται και ξανά....
Ένα χωριό ξεκληρισμένο από τους Τούρκους, με τον παπά-Φώτη μπροστά, τα γυναικόπαιδα μετά , τους γέροντες με ένα σακί στην πλάτη, είχαν τα κόκαλα των προγόνων τους, προχωρούν νηστικοί μέρες να βρουν τόπο, να στήσουν την εκκλησιά, να ξαποστάσουν οι γέροι, να μεγαλώσουν τα παιδιά. Φτάνουν έξω από ένα πλούσιο χωριό, Λυκόβρυση, και ο παπά -Φώτης των κατατρεγμένων ζητά βοήθεια από τον παπά-Γρηγόρη των πλούσιων της Λυκόβρυσης....
Αυτός θέλει να τους διώξει και ψάχνει το πως να τα βολέψει να φύγουν από το μαντρί του οι "λιμασμένοι τούτοι λύκοι". Μια γυναίκα από τους κατατρεγμένους πέφτει από την πείνα νεκρή.
Νίκος Καζαντζάκης.
Ακούστηκε η φωνή του παπά-Γρηγόρη, ήσυχη τώρα,όλο γλύκα:
-Γέροντά μου , μας στόρησες τα πάθη σας, η καρδιά μας ράϊσε. Είδες,όλους μας πήραν τα δάκρυα. Είχαμε ανοίξει την αγκαλιά μας να σας δεχτούμε, μα τη στιγμή εκείνη ο Θεός μας λυπήθηκε και έπεψε το τρομερό σημάδι. Θανατικό κουβαλάτε αδελφοί μου,πηγαίνετε στην ευκή του Θεού, μη κάψετε το χωριό μας!
Είπε και θρήνος σηκώθηκε από την προσφυγιά, οι γυναίκες άρχισαν να δέρνουνται και να σκληρίζουν, οι άντρες κοίταζαν τον παπά τους ανταρεμένοι. Και οι Λυκοβρυσιώτες κυριεύτηκαν από τρόμο και θωρούσαν ανατριχιάζοντας το ξυλιασμένο κουφάριστην καρδιά του χωριού τους.
-Να φύγουν!Να φύγουν! ακούστηκαν ολούθε φωνές.Να φύγουν!
Ο Χριστός ξανασταυρώνεται και ξανασταυρώνεται και ξανά....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου